-
1 χθονιος
3 и 21) рожденный от богини земли(Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.)
2) туземный, отечественный, местный(Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4)
χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph. — исконные (для Аттики) Эрехтиды3) наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.)4) подземный(Ἅιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.)
Ζεὺς χ. Hes. = Ἅιδης;ἥ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, — у Theocr., Plut. = Ἑκάτη;χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, — у Soph. = Ἐρινύες;χθονία φάμα Soph. — слава, достигающая подземного царства (χάρις ἥ χθονία Soph. = θάνατος)
См. также в других словарях:
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek