Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(Ἅιδα στόμα

  • 1 χθονιος

        3 и 2
        1) рожденный от богини земли
        

    (Χθών) (Τιτῆνες Hes.; δαίμων Aesch.; Ἐχίων Eur.)

        2) туземный, отечественный, местный
        

    (Ἄρεος πάγος Soph.; θεοί Eur. - ср. 4)

        χθόνιοι Ἐρεχθεῖδαι Soph.исконные (для Аттики) Эрехтиды

        3) наземный, сухопутный (sc. ζῷα Eur.)
        4) подземный
        

    (Ἅιδα στόμα Pind.; λίμνα Eur.)

        οἱ χθόνιοι (θεοί или δαίμονες) Pind., Trag., Plat. — боги подземного царства;
        Ζεὺς χ. Hes. = Ἅιδης;
        ἥ χθονία (sc. θεά) Eur. = Δημήτηρ, — у Theocr., Plut. = Ἑκάτη;
        χθόνιαι θεαί Her. = Δημήτηρ и Περσεφόνη, — у Soph. = Ἐρινύες;
        χθονία φάμα Soph. — слава, достигающая подземного царства (χάρις ἥ χθονία Soph. = θάνατος)

    Древнегреческо-русский словарь > χθονιος

См. также в других словарях:

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»